αναδεξιμιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναδεξιμιός οι αναδεξιμιοί
      γενική του αναδεξιμιού των αναδεξιμιών
    αιτιατική τον αναδεξιμιό τους αναδεξιμιούς
     κλητική αναδεξιμιέ αναδεξιμιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναδεξιμιός < μεσαιωνική ελληνική ἀναδεξιμαῖος < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι

Ουσιαστικό

αναδεξιμιός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.