αναβόσβημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβόσβημα τα αναβοσβήματα
      γενική του αναβοσβήματος των αναβοσβημάτων
    αιτιατική το αναβόσβημα τα αναβοσβήματα
     κλητική αναβόσβημα αναβοσβήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναβόσβημα < αναβοσβήνω + -μα

Ουσιαστικό

αναβόσβημα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.