αναβάτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναβάτρια | οι | αναβάτριες |
| γενική | της | αναβάτριας | των | αναβατριών |
| αιτιατική | την | αναβάτρια | τις | αναβάτριες |
| κλητική | αναβάτρια | αναβάτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αναβάτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.