αμπελοφάσουλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμπελοφάσουλο | τα | αμπελοφάσουλα |
| γενική | του | αμπελοφάσουλου | των | αμπελοφάσουλων |
| αιτιατική | το | αμπελοφάσουλο | τα | αμπελοφάσουλα |
| κλητική | αμπελοφάσουλο | αμπελοφάσουλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμπελοφάσουλο ουδέτερο
Συνώνυμα
- αραποφάσουλο
- γυφτοφάσουλο
- λουβί
- μαυρομάτικο
- τουρκοφάσουλο
- χωριατοφάσουλο
- βελόνα, βελονάκι
Μεταφράσεις
αμπελοφάσουλο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.