αμμόκρινο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμμόκρινο | τα | αμμόκρινα |
| γενική | του | αμμόκρινου | των | αμμόκρινων |
| αιτιατική | το | αμμόκρινο | τα | αμμόκρινα |
| κλητική | αμμόκρινο | αμμόκρινα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Pacratium maritimum, αμμόκρινο.
Ετυμολογία
- αμμόκρινο < αμμό- + κρίνο
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈmo.kɾi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐μό‐κρι‐νο
Πηγές
- αμμόκρινο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.