αλωνίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλωνίστρια | οι | αλωνίστριες |
| γενική | της | αλωνίστριας | των | αλωνιστριών |
| αιτιατική | την | αλωνίστρια | τις | αλωνίστριες |
| κλητική | αλωνίστρια | αλωνίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αλωνίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.