αλυσοτροχός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλυσοτροχός | οι | αλυσοτροχοί |
| γενική | του | αλυσοτροχού | των | αλυσοτροχών |
| αιτιατική | τον | αλυσοτροχό | τους | αλυσοτροχούς |
| κλητική | αλυσοτροχέ | αλυσοτροχοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλυσοτροχός αρσενικό
- (μηχανολογία): οδοντωτός τροχός μετάδοσης κίνησης με αλυσίδα
- αλυσοτροχός εκκεντροφόρου, αλυσοτροχός στροφαλοφόρου κ.ά.
Μεταφράσεις
αλυσοτροχός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.