αλυσοτροχός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυσοτροχός οι αλυσοτροχοί
      γενική του αλυσοτροχού των αλυσοτροχών
    αιτιατική τον αλυσοτροχό τους αλυσοτροχούς
     κλητική αλυσοτροχέ αλυσοτροχοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλυσοτροχός < αλυσίδα + τροχός

Ουσιαστικό

αλυσοτροχός αρσενικό

  1. (μηχανολογία): οδοντωτός τροχός μετάδοσης κίνησης με αλυσίδα
    αλυσοτροχός εκκεντροφόρου, αλυσοτροχός στροφαλοφόρου κ.ά.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.