αλληλοσυσχέτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοσυσχέτιση οι αλληλοσυσχετίσεις
      γενική της αλληλοσυσχέτισης* των αλληλοσυσχετίσεων
    αιτιατική την αλληλοσυσχέτιση τις αλληλοσυσχετίσεις
     κλητική αλληλοσυσχέτιση αλληλοσυσχετίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοσυσχετίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

αλληλοσυσχέτιση < αλληλο- + συσχέτιση

Ουσιαστικό

αλληλοσυσχέτιση θηλυκό

  1. κοινός δεσμός, άμεσος ή έμμεσος
  2. αλληλεπίδραση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.