αλληλαδερφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλληλαδερφή | οι | αλληλαδερφές |
| γενική | της | αλληλαδερφής | των | αλληλαδερφών |
| αιτιατική | την | αλληλαδερφή | τις | αλληλαδερφές |
| κλητική | αλληλαδερφή | αλληλαδερφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αλληλαδερφή
|
Αναφορές
- αλληλαδερφή - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.