αλλεργιογόνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλλεργιογόνο τα αλλεργιογόνα
      γενική του αλλεργιογόνου των αλλεργιογόνων
    αιτιατική το αλλεργιογόνο τα αλλεργιογόνα
     κλητική αλλεργιογόνο αλλεργιογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλλεργιογόνο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλλεργιογόνος

Ουσιαστικό

αλλεργιογόνο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.