αλιεργάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αλιεργάτης | οι | αλιεργάτες |
| γενική | του | αλιεργάτη | των | αλιεργατών |
| αιτιατική | τον | αλιεργάτη | τους | αλιεργάτες |
| κλητική | αλιεργάτη | αλιεργάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.