αλιαετός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλιαετός οι αλιαετοί
      γενική του αλιαετού των αλιαετών
    αιτιατική τον αλιαετό τους αλιαετούς
     κλητική αλιαετέ αλιαετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλιαετός < αλι- + αετός (αρχαία) Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αλιαετός αρσενικό

  1. είδος θαλασσαετού
  2. ο θαλασσαετός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.