αλητόπαιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλητόπαιδο | τα | αλητόπαιδα |
| γενική | του | αλητόπαιδου | των | αλητόπαιδων |
| αιτιατική | το | αλητόπαιδο | τα | αλητόπαιδα |
| κλητική | αλητόπαιδο | αλητόπαιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αλητόπαιδο ουδέτερο
- το παιδί με συμπεριφορά αλήτη, το αλητάκι
- ο νεαρός που φέρεται αλήτικα και που βρίσκεται στη μετεφηβική ηλικία ή πάντως δεν πλησιάζει την ηλικία των 30 ετών
Μεταφράσεις
αλητόπαιδο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.