αλευρόγαλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρόγαλη οι αλευρόγαλες
      γενική της αλευρόγαλης των αλευρόγαλων
    αιτιατική την αλευρόγαλη τις αλευρόγαλες
     κλητική αλευρόγαλη αλευρόγαλες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευρόγαλη < αλεύρ(ι) + -ό- + γάλα +

Ουσιαστικό

αλευρόγαλη θηλυκό

  • (ιδιωματικό, γαστρονομία) ζεστό ρόφημα με γάλα και αλεύρι (στη ναξιακή και ευρύτερη νησιωτική διάλεκτο)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.