αλευροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλευροποίηση | οι | αλευροποιήσεις |
| γενική | της | αλευροποίησης* | των | αλευροποιήσεων |
| αιτιατική | την | αλευροποίηση | τις | αλευροποιήσεις |
| κλητική | αλευροποίηση | αλευροποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αλευροποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.