αλευρογύρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρογύρισμα τα αλευρογυρίσματα
      γενική του αλευρογυρίσματος των αλευρογυρισμάτων
    αιτιατική το αλευρογύρισμα τα αλευρογυρίσματα
     κλητική αλευρογύρισμα αλευρογυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευρογύρισμα < αλευρογυρίζω

Ουσιαστικό

αλευρογύρισμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευρογυρίσματα

  1. η συνέπεια του αλευρογυρίζω
  2. αλεύρωμα
  3. η κύλιση στο χώμα
  4. η άσκοπη περιπλάνηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.