αλευρογύρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλευρογύρισμα | τα | αλευρογυρίσματα |
| γενική | του | αλευρογυρίσματος | των | αλευρογυρισμάτων |
| αιτιατική | το | αλευρογύρισμα | τα | αλευρογυρίσματα |
| κλητική | αλευρογύρισμα | αλευρογυρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλευρογύρισμα < αλευρογυρίζω
Ουσιαστικό
αλευρογύρισμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευρογυρίσματα
- η συνέπεια του αλευρογυρίζω
- αλεύρωμα
- η κύλιση στο χώμα
- η άσκοπη περιπλάνηση
Μεταφράσεις
αλευρογύρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.