αλαφράδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλαφράδα | οι | αλαφράδες |
| γενική | της | αλαφράδας | των | αλαφράδων |
| αιτιατική | την | αλαφράδα | τις | αλαφράδες |
| κλητική | αλαφράδα | αλαφράδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλαφράδα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αλαφράδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.