αλατόνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλατόνερο | τα | αλατόνερα |
| γενική | του | αλατόνερου | των | αλατόνερων |
| αιτιατική | το | αλατόνερο | τα | αλατόνερα |
| κλητική | αλατόνερο | αλατόνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.laˈto.ne.ɾo/
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.