αλαζονικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλαζονικότητα | οι | αλαζονικότητες |
| γενική | της | αλαζονικότητας | των | αλαζονικοτήτων |
| αιτιατική | την | αλαζονικότητα | τις | αλαζονικότητες |
| κλητική | αλαζονικότητα | αλαζονικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλαζονικότητα < αλαζονικός + -ότητα
Ουσιαστικό
αλαζονικότητα θηλυκό
- η αλαζονική συμπεριφορά
- Αν η σχέση ανάμεσα στα κόμματα και τους ψηφοφόρους δεν ήταν αυτή ακριβώς, δεν θα ζούσαμε ένα γεγονός τόσο κραυγαλέο, που απορεί κανείς γιατί δεν σχολιάζεται: την αλαζονικότητα που διακρίνουμε στα πρόσωπα και στις κινήσεις των αρχηγών των κομμάτων προεκλογικά, να την αντικαθιστούν μετεκλογικά μια μειλιχιότητα και μια προβληματισμένη έκφραση που τους κάνει πολύ πιο ανθρώπινους. (*)
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αλαζονικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.