αλήτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλήτισσα | οι | αλήτισσες |
| γενική | της | αλήτισσας | των | αλητισσών |
| αιτιατική | την | αλήτισσα | τις | αλήτισσες |
| κλητική | αλήτισσα | αλήτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αλήτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.