αλήστου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αλήστου < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλήστου, γενική ενικού του ἄληστος (ιωνικός τύπος ) < αρχαία ελληνική ἄλαστος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈli.stu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λή‐στου
Επίθετο
αλήστου μόνο στη γενική ενικού (ελλειπτικό επίθετο)
- γενική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του
*άληστος
- απαντά στη γενική ενικού του θηλυκού στην έκφραση αλήστου μνήμης
- ≈ συνώνυμα: αξέχαστος, αλησμόνητος
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.