*άληστος

Νέα ελληνικά (el)

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν απαντά σε κείμενα
αλλά σε γραμματικούς τύπους ή σε σύνθετες λέξεις
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

Ετυμολογία

*άληστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄληστος (ιωνικός τύπος) < αρχαία ελληνική ἄλαστος

Επίθετο

*άληστος (ελλειπτικό επίθετο) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἄληστος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.