αλέτρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλέτρισμα τα αλετρίσματα
      γενική του αλετρίσματος των αλετρισμάτων
    αιτιατική το αλέτρισμα τα αλετρίσματα
     κλητική αλέτρισμα αλετρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλέτρισμα < αλετρίζω + -μα

Ουσιαστικό

αλέτρισμα ουδέτερο

  • αλέτρεμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.