αλάργεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλάργεμα | τα | αλαργέματα |
| γενική | του | αλαργέματος | των | αλαργεμάτων |
| αιτιατική | το | αλάργεμα | τα | αλαργέματα |
| κλητική | αλάργεμα | αλαργέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλάργεμα < αλαργε(ύω) + -μα
Συνώνυμα
- αλαργεμός
- απομάκρυνση
- αποτράβηγμα
- ξεμάκρεμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλάργα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.