ακροκέραμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακροκέραμο τα ακροκέραμα
      γενική του ακροκέραμου
& ακροκεράμου
των ακροκέραμων
& ακροκεράμων
    αιτιατική το ακροκέραμο τα ακροκέραμα
     κλητική ακροκέραμο ακροκέραμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ακροκέραμα (1)

Ετυμολογία

ακροκέραμο < άκρο + κέραμος

Ουσιαστικό

ακροκέραμο ουδέτερο


Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.