ακουμπιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακουμπιστήρι τα ακουμπιστήρια
      γενική του ακουμπιστηριού των ακουμπιστηριών
    αιτιατική το ακουμπιστήρι τα ακουμπιστήρια
     κλητική ακουμπιστήρι ακουμπιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακουμπιστήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ακουμπιστήρι ουδέτερο

  1. γενική ονομασία για αντικείμενο που το χρησιμοποιούμε για να ακουμπάμε
  2. (μεταφορικά) άτομο που μας προσφέρει προστασία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.