ακουμπιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακουμπιστήρι | τα | ακουμπιστήρια |
| γενική | του | ακουμπιστηριού | των | ακουμπιστηριών |
| αιτιατική | το | ακουμπιστήρι | τα | ακουμπιστήρια |
| κλητική | ακουμπιστήρι | ακουμπιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακουμπιστήρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ακουμπιστήρι ουδέτερο
- γενική ονομασία για αντικείμενο που το χρησιμοποιούμε για να ακουμπάμε
- (μεταφορικά) άτομο που μας προσφέρει προστασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.