ακουάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ακουάριο | τα | ακουάρια |
| γενική | του | ακουάριου & ακουαρίου |
των | ακουάριων & ακουαρίων |
| αιτιατική | το | ακουάριο | τα | ακουάρια |
| κλητική | ακουάριο | ακουάρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακουάριο < aquarium
Ταυτόσημο
- ακουάριουμ
Μεταφράσεις
ακουάριο
|
→ δείτε τη λέξη ενυδρείο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.