aquarium

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aquarium aquariums / aquaria

aquarium (en)

  1. το ακουάριο, το ενυδρείο



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
aquarium aquariums

aquarium (fr) αρσενικό

  1. το ακουάριο, το ενυδρείο
  2. (αργκό)
    1. ιδιαίτερο γραφείο που περιβάλλεται από γυάλινα χωρίσματα
    2. κλειστός χώρος γεμάτος καπνούς από ναρκωτικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.