ακορντεονίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακορντεονίστρια οι ακορντεονίστριες
      γενική της ακορντεονίστριας των ακορντεονιστριών
    αιτιατική την ακορντεονίστρια τις ακορντεονίστριες
     κλητική ακορντεονίστρια ακορντεονίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακορντεονίστρια< ακορντεονίστας + -τρια

Ουσιαστικό

ακορντεονίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ακορντεονίστας

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.