ακκίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακκίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκκίζομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈci.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακκίζομαι

Ρήμα

ακκίζομαι, πρτ.: ακκιζόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα)[1]

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.