άκκισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άκκισμα τα ακκίσματα
      γενική του ακκίσματος των ακκισμάτων
    αιτιατική το άκκισμα τα ακκίσματα
     κλητική άκκισμα ακκίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άκκισμα < ακκίζομαι + -μα

Ουσιαστικό

άκκισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.