ακαταδεξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαταδεξιά οι ακαταδεξιές
      γενική της ακαταδεξιάς των ακαταδεξιών
    αιτιατική την ακαταδεξιά τις ακαταδεξιές
     κλητική ακαταδεξιά ακαταδεξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαταδεξιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ακαταδεξιά και ακαταδεξία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ακατάδεχτου, το να μη δέχεται κάποιος κάτι που του προσφέρουν
    Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου πού πεινάει (Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.