αιχμηρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιχμηρότητα | οι | αιχμηρότητες |
| γενική | της | αιχμηρότητας | των | αιχμηροτήτων |
| αιτιατική | την | αιχμηρότητα | τις | αιχμηρότητες |
| κλητική | αιχμηρότητα | αιχμηρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιχμηρότητα | οι | αιχμηρότητες |
| γενική | της | αιχμηρότητας | των | αιχμηροτητών |
| αιτιατική | την | αιχμηρότητα | τις | αιχμηρότητες |
| κλητική | αιχμηρότητα | αιχμηρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιχμηρότητα < αἰχμηρότης στην καθαρεύουσα < αἰχμή
Ουσιαστικό
αιχμηρότητα θηλυκό
- η ιδιότητα αντικειμένου να μπορεί να κόψει κάτι εύκολα
- (μεταφορικά) η δηκτικότητα στο λόγο, η αντίστοιχη με των αιχμηρών αντικειμένων ιδιότητα στις εκφράσεις, όταν πληγώνουν ή όταν "βάζουν το μαχαίρι στο κόκαλο"
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.