αιρεσιάρχης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αιρεσιάρχης | οι | αιρεσιάρχες |
| γενική | του | αιρεσιάρχη | των | αιρεσιαρχών |
| αιτιατική | τον | αιρεσιάρχη | τους | αιρεσιάρχες |
| κλητική | αιρεσιάρχη | αιρεσιάρχες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιρεσιάρχης < (ελληνιστική κοινή) αἱρεσιάρχης < αἵρεσις + -άρχης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.