αιμογλοβίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αιμογλοβίνη | οι | αιμογλοβίνες |
| γενική | της | αιμογλοβίνης | των | αιμογλοβινών |
| αιτιατική | την | αιμογλοβίνη | τις | αιμογλοβίνες |
| κλητική | αιμογλοβίνη | αιμογλοβίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιμογλοβίνη < αγγλική hemoglobin
Μεταφράσεις
αιμογλοβίνη
|
→ δείτε τη λέξη αιμοσφαιρίνη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.