αεροβαπτισμός

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεροβαπτισμός οι αεροβαπτισμοί
      γενική του αεροβαπτισμού των αεροβαπτισμών
    αιτιατική τον αεροβαπτισμό τους αεροβαπτισμούς
     κλητική αεροβαπτισμέ αεροβαπτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροβαπτισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αεροβαπτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.