αεράθλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αεράθλημα | τα | αεραθλήματα |
| γενική | του | αεραθλήματος | των | αεραθλημάτων |
| αιτιατική | το | αεράθλημα | τα | αεραθλήματα |
| κλητική | αεράθλημα | αεραθλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.eˈɾa.θli.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρά‐θλη‐μα
Ουσιαστικό
αεράθλημα ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος, αθλητισμός) άθλημα όπου πιλότοι με τα ιπτάμενά τους οχήματα συναγωνίζονται
Μεταφράσεις
αεράθλημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.