αδενολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδενολογία οι αδενολογίες
      γενική της αδενολογίας των αδενολογιών
    αιτιατική την αδενολογία τις αδενολογίες
     κλητική αδενολογία αδενολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδενολογία < αδέν(ας) + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

αδενολογία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • ο επιστημονικός κλάδος που μελετά τους αδένες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.