αδενοκαρκίνωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αδενοκαρκίνωμα | τα | αδενοκαρκινώματα |
| γενική | του | αδενοκαρκινώματος | των | αδενοκαρκινωμάτων |
| αιτιατική | το | αδενοκαρκίνωμα | τα | αδενοκαρκινώματα |
| κλητική | αδενοκαρκίνωμα | αδενοκαρκινώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αδενοκαρκίνωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική adenocarcinoma
Ουσιαστικό
αδενοκαρκίνωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
αδενοκαρκίνωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.