αγωγιαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγωγιαστής οι αγωγιαστές
      γενική του αγωγιαστή των αγωγιαστών
    αιτιατική τον αγωγιαστή τους αγωγιαστές
     κλητική αγωγιαστή αγωγιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγωγιαστής < μεσαιωνική ελληνική αγωγιαστής < αγωγιάζω < αγώγι

Ουσιαστικό

αγωγιαστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.