αγροκαλλιέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγροκαλλιέργεια οι αγροκαλλιέργειες
      γενική της αγροκαλλιέργειας των αγροκαλλιεργειών
    αιτιατική την αγροκαλλιέργεια τις αγροκαλλιέργειες
     κλητική αγροκαλλιέργεια αγροκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγροκαλλιέργεια < αγρο- + -καλλιέργεια

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾo.ka.liˈeɾ.ʝi.a/

Ουσιαστικό

αγροκαλλιέργεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.