αγριοκούναβο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγριοκούναβο τα αγριοκούναβα
      γενική του αγριοκούναβου των αγριοκούναβων
    αιτιατική το αγριοκούναβο τα αγριοκούναβα
     κλητική αγριοκούναβο αγριοκούναβα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριοκούναβο < αγριο- + κουνάβ(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɣɾi.oˈku.na.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγριοκούναβο

Ουσιαστικό

αγριοκούναβο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.