αγριάπιδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αγριάπιδο | τα | αγριάπιδα |
| γενική | του | αγριάπιδου | των | αγριάπιδων |
| αιτιατική | το | αγριάπιδο | τα | αγριάπιδα |
| κλητική | αγριάπιδο | αγριάπιδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγριάπιδο < αγριαπίδι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈapi.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐ά‐πι‐δο
Μεταφράσεις
αγριάπιδο
|
→ δείτε τη λέξη αγριαπίδι |
Πηγές
- αγριάπιδο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.