αγριάγγουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριάγγουρά | οι | αγριάγγουρές |
| γενική | της | αγριάγγουράς | των | αγριάγγουρών |
| αιτιατική | την | αγριάγγουρά | τις | αγριάγγουρές |
| κλητική | αγριάγγουρά | αγριάγγουρές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγριάγγουρο < ελληνιστική κοινή ἀγριαγγούριον[1] < αρχαία ελληνική ἄγριος + ελληνιστική κοινή ἀγγούριον
Συγγενικά
- αγριαγγουριά
- → δείτε τις λέξεις άγριος και αγγούρι
Μεταφράσεις
αγριάγγουρο
|
Αναφορές
- ἀγριαγγούριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
- αγριάγγουρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγριάγγουρο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγριάγγουρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.