αγλακηχτής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγλακηχτής < γλακηχτής < γλακητής < ρήμα γλακώ κατά τη μορφή αγλακώ με α- προτακτικό και τροπή άρθρωσης του -τής με [xt]

Ουσιαστικό

αγλακηχτής αρσενικό (ιδιωματικό)

Συγγενικά

Πηγές

  • γλακητής -  Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (19332022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.