γλακητής
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣla.ciˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλα‐κη‐τής
Ουσιαστικό
γλακητής αρσενικό
- αγλακηχτής (Κρήτη: Σφακιά)
- γλακηχτής (Κρήτη: Σφακιά, Μύρθιο (;) (θηλυκό: Μύρθιος Ρεθύμνης, Μύρθιος Αγίου Βασιλείου)
- γλακιστής (Κρήτη: Κίσαμος)
Κλιτικοί τύποι
- γλακητάδες (πληθυντικός)
Συνώνυμα
- τζιριτιχής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γλακώ
Πηγές
- «γλακητής», τόμος 5, τεύχος 1 - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.