αγκιτάτσια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκιτάτσια | οι | αγκιτάτσιες |
| γενική | της | αγκιτάτσιας | — | |
| αιτιατική | την | αγκιτάτσια | τις | αγκιτάτσιες |
| κλητική | αγκιτάτσια | αγκιτάτσιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αγκιτάτσια θηλυκό
- προπαγάνδα που αποσκοπεί στην παρακίνηση των μαζών σε κινητοποίηση (με λόγους, καταγγελίες, συνθήματα, συλλαλητήρια, πορείες κ.λπ.) για διεκδίκηση πολιτικών ή κοινωνικών αιτημάτων
- (γενικότερα) κάθε υποκίνηση για ανάληψη δράσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.