αγκιναρότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκιναρότοπος οι αγκιναρότοποι
      γενική του αγκιναρότοπου των αγκιναρότοπων
    αιτιατική τον αγκιναρότοπο τους αγκιναρότοπους
     κλητική αγκιναρότοπε αγκιναρότοποι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγκιναρότοπος < αγκινάρ(α) + -ό- + -τοπος

Ουσιαστικό

αγκιναρότοπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.