αγιώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγιώνυμο τα αγιώνυμα
      γενική του αγιώνυμου
& αγιωνύμου
των αγιώνυμων
& αγιωνύμων
    αιτιατική το αγιώνυμο τα αγιώνυμα
     κλητική αγιώνυμο αγιώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιώνυμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αγιώνυμος

Ουσιαστικό

αγιώνυμο ουδέτερο

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.