αγιωνυμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγιωνυμία οι αγιωνυμίες
      γενική της αγιωνυμίας των αγιωνυμιών
    αιτιατική την αγιωνυμία τις αγιωνυμίες
     κλητική αγιωνυμία αγιωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγιωνυμία < αγιώνυμος + -ία

Ουσιαστικό

αγιωνυμία θηλυκό

  1. (θρησκεία) η απόδοση του χαρακτηρισμού «άγιος» σε πρόσωπο ή τόπο
  2. (θρησκεία) η αγιοποίηση
  3. (θρησκεία) άλλη μορφή του αγιωνύμιο

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.